- πρόνοια
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.)2. σύνεση, περίσκεψη3. μέριμνα, φροντίδα4. φρ. α) «θεία πρόνοια»(δογμ.) η ενέργεια τού τριαδικού θεού με την οποία συναρτάται και κατευθύνεται το ανθρώπινο γένος προς τον τελικό του σκοπό για τη σωτηρία τού ανθρώπου και την ανακαίνιση τού κόσμουβ) «από πρόνοια» και «ἀπὸ προνοίας» — για λόγους προφύλαξης (α. «από πρόνοια πήρε αυτά τα μέτρα» β. «οὐδὲν γὰρ ἐπωλεῑτο ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριῶν», Θουκ.)νεοελλ.φρ. α) «λαμβάνω πρόνοια» — φροντίζω, μεριμνώ («το κράτος πρέπει να λάβει πρόνοια για τους ανέργους»)β) «πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας» — κυβερνητικό πρόγραμμα που στοχεύει στην προστασία τών πολιτών από τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανασφάλειες τής ζωήςγ) «κράτος πρόνοιας» — πλέγμα θεσμών και νομοθετικών ρυθμίσεων με το οποίο διασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες και κατά προτεραιότητα στους οικονομικά ασθενέστερους, στους ηλικιωμένους και στους αδικημένους από τη φύση, καθώς και στα παιδιά και στις μητέρες, πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης καθώς και κοινωνικής προστασίας και μέριμναςμσν.χαρακτηρισμός τής ειδικής σχέσης μεταξύ ενός μεγάλου γαιοκτήμονα και τής έκτασης γης που τού παραχωρούσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με συγκεκριμένη αποστολή και κυρίως για τον εποικισμό τής περιοχής, την περιφρούρησή της από τις βαρβαρικές επιδρομές, την προσφορά στον αυτοκρατορικό στρατό ορισμένου αριθμού οπλισμένων ιπποτών ή στρατιωτών, την καταβολή στο κράτος ενός ποσοστού τής παραγωγής κ.ά., θεσμού που αποτελούσε ισόβιο προνόμιο συνήθως μεγάλων στρατηγών τού Βυζαντίου μέχρι τον 11ο αιώνα αλλά ο οποίος εξελίχθηκε στη συνέχεια σε κληρονομικό δικαίωμα και προσέλαβε τον χαρακτήρα τού τιμαρίου, τού φέουδου («ἄρχοντες ἕξι ἐξήβαλαν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους ὅπως νὰ ἰμοιράσουσιν τὸν τόπο καὶ προνοῑες», Χρον. Μoρ.)μσν.-αρχ.η ανώτερη νόηση τού θείου («οὐ δοκεῑ σοι καὶ τάδε προνοίας ἔργοις ἐοικέναι», Ξεν.)αρχ.1. επιφύλαξη, προφύλαξη2. προφητεία («τοὔπος τὸ θεόπροπον... τῆς παλαιφάτου προνοίας», Σοφ.)3. η εκ τών προτέρων απόφαση ή η απόφαση που ανάγεται στο μέλλον («προνοίαισι τοῡ πεπρωμένου», Αισχύλ.)4. ιατρ. πρόγνωση5. η φροντίδα τού θεού για τα εγκόσμια («θείᾳ τινὶ προνοίᾳ τὰς ἠπείρους διῃρῆσθαι», Ηρωδιαν.)6. θεόσταλτη έμπνευση7. το αξίωμα τού προνοητή8. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού πέντε9. φρ. α) «ἐκ προνοίας» — εσκεμμένα, εκ προθέσεως, επίτηδεςβ) «πρόνοιαν ἔχω τινός» και «πρόνοιαν ἔχω περί [ή ὑπέρ] τινος» — μεριμνώ, φροντίζωγ) «προνοίας ἀξιοῡμαι» — μέ φροντίζουν δ) «πρόνοιαν ποιοῡμαί τινος» — υπολογίζω, σκέπτομαι κάποιον ή κάτιε) «προνοίᾳ τινός» — για χάρη κάποιουστ) «Πρόνοια Ἀθηνᾱ» — προσωνυμία τής Αθηνάς στους Δελφούς, όπου λατρευόταν ως θεά τής πρόνοιας.
Dictionary of Greek. 2013.